ἡ, (οὖλος A) whole or perfect sacrifice, Hsch., dub. in BMus.Inscr.1017.21 (Erythrae, iv B. C., cf. SIG229).
[Seite 412] ἡ, ganzes, vollständiges Opfer, τελεία θυσία, Hesych.
οὐλοθυσία, ἡ (Α) ουλοθυτώπλήρης ή τέλεια θυσία.