ὀχεά

Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ion. ὀχεή, ἡ, = χειά, cave, grot, Arat.1026, Nic.Th.139, Orph. A.79: contr. gen. ὀχῆς Arat.956. [Oxyt. acc. to Theognost. Can. 102.]

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, poet. = χειά, Höhle, Nic. Ther. 139.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχεά: Ἰωνικ. -ιή, ἡ, = χειά, ὀπή, σπήλαιον, Νικ. Θηρ. 130, Ἄρατ. 1026, Ὀρφ. Ἀργ. 78· ὡσαύτως ὀχή, Ἄρατ. 956. [Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Κανόν. 102. 30].

Greek Monolingual

ὀχεά, ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α)
οπή, σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνητός όρος της ελληνιστικής εποχής, παρλλ. του τ. χειή «οπή» (πρβλ. ὀκρυόεις: κρυόεις)].