ὀχεά
English (LSJ)
Ion. ὀχεή, ἡ, = χειά, cave, grot, Arat.1026, Nic.Th.139, Orph. A.79: contr. gen. ὀχῆς Arat.956. [Oxyt. acc. to Theognost. Can. 102.]
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀχεά: Ἰωνικ. -ιή, ἡ, = χειά, ὀπή, σπήλαιον, Νικ. Θηρ. 130, Ἄρατ. 1026, Ὀρφ. Ἀργ. 78· ὡσαύτως ὀχή, Ἄρατ. 956. [Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστ. Κανόν. 102. 30].
Greek Monolingual
ὀχεά, ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α)
οπή, σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνητός όρος της ελληνιστικής εποχής, παρλλ. του τ. χειή «οπή» (πρβλ. ὀκρυόεις: κρυόεις)].