συνιτικός

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

συνιτική, συνιτικόν, disposed to come together or to be condensed, σ. εἰς αὑτό, opp. διιτικός, Arist.Pr.905b14 (Comp.).

Russian (Dvoretsky)

συνῐτικός: σύνειμι II] стягивающийся, сжимающийся, сгущающийся (ἀήρ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συνῐτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος συνιέναι, συνιτικώτερον εἰς αὐτό, δυνάμενον εἰς αὐτὸ συνιέναι, Ἀριστ. Προβλ. 11. 58, 4, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, διιτικώτερον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να συμπυκνωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνειμι (πρβλ. ἰτός: εἶμι, διιτικός: δίειμι)].