διιτικός

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek (Liddell-Scott)

διιτικός: -όν, (δίειμι) ὃν δύναταί τις νὰ διαπεράσῃ, εἰς ὃν δύναταί τις νὰ εἰσδύσῃ, οὐ γὰρ ἅπαν τὸ μανότερον διιτικώτερον Ἀριστ. Προβλ. 11. 58, 4.

Greek Monolingual

διιτικός, -ή, -όν (Α) δίειμι
διαπεραστικός.