εὔθλαστος

Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὔθλαστον, (θλάω) easily indented or bruised, Arist.Mete.386a26, Hero Spir.1 Praef., Gp.9.17.3.

German (Pape)

[Seite 1069] leicht zu zerquetschen, Arist. Meteor. 4, 9; Geop.

Russian (Dvoretsky)

εὔθλαστος: легко раздавливаемый, легко растирающийся (χειρί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔθλαστος: -ον, (θλάω) εὔθραυστος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12.

Greek Monolingual

εὔθλαστος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο εύθραυστος («ὁ βλαστός ἀσθενέστερος γίνεται καὶ εὔθλαστος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θλαστός (< θλω «σπάζω, συντρίβω»)].