ἀποπυνθάνομαι

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

inquire or ask of, ἀ. [αὐτοῦ] εἰ.. asked of him whether... Hdt.3.154; παρά τινος J,AJ12.4.9.

Spanish (DGE)

informarse de c. subord. complet. ἀπεπυνθάνετο εἰ ... ποιέεται Hdt.3.154, παρὰ δὲ τῶν οἰκετῶν ἀπεπυνθάνετο τί μέλλουσιν διδόναι I.AI 12.215 (cód.).

German (Pape)

[Seite 321] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen, Her. 3, 154; sequ. εἰ und ἀπό τινος Epictet.

French (Bailly abrégé)

s'informer.
Étymologie: ἀπό, πυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπυνθάνομαι: разведывать, разузнавать Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπυνθάνομαι: μέλλ. πεύσομαι: ἀποθ.: - ἐρωτῶ περί τινος, ἐρωτῶ ἵνα μάθω, προσελθὼν Δαρείῳ ἀπεπυνθάνετο, εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν Ἡρόδ. 3. 154.

Greek Monolingual

ἀποπυνθάνομαι (Α)
ρωτώ να μάθω.

Greek Monotonic

ἀποπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αποθ., ερευνώ ή ερωτώ να πληροφορηθώ για, ἀποπυνθάνομαι (αὐτοῦ) εἰ..., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Mid. to inquire or ask of, ἀπ. αὐτοῦ εἰ.. asked of him whether.., Hdt.