σφηκίον

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, comb in a wasps' nest, as κηρίον in that of bees, Arist.HA628a17, al., Thphr. HP 4.8.7, Ael.NA4.39.

German (Pape)

τό, die Wachszelle der Wespen; Arist. H.A. 9.41; Ael. H.A. 4.39.

Russian (Dvoretsky)

σφηκίον: τό сотовая ячейка у ос Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκίον: τό, κυψελίδιον ἐν τῇ φωλεᾷ σφηκῶν, ὡς τὸ κηρίον ἐν τῇ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 41, 6, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7, Αἰλ. π. Ζ. 4. 39. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σφήξ, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387Β.

Greek Monolingual

τὸ, Α σφήξ, -ηκός]
1. κυψελίδιο στη φωλιά σφηκών («τοῦ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῖστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», Αριστοτ.)
2. υποκορ. του σφήξ.