χύλισμα
English (LSJ)
-ατος, τό, the extracted juice of plants, Theophrastus HP9.8.3, Dsc.3.19, Eup.1.35, Zopyr. ap. Orib.14.64.3, Archig. ap. Gal.12.855.
Greek (Liddell-Scott)
χύλισμα: [ῡ], τό, ὁ ἐξαχθεὶς ἐκ φυτοῦ χυλός, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ χυλίζω
εκχύλισμα (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ εἶδος τοῦ χυλίσματος», Διοσκ.
β. «ἀκακίας χύλισμα», Ορειβ.).
German (Pape)
τό, ausgezogener Pflanzensaft, Sp.