ἐκθαρρέω
English (LSJ)
strengthened for θαρρέω, have full confidence, ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Plu.Rom.26; to be encouraged, ὑπό τινος Id.Galb. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir pleine confiance.
Étymologie: ἐκ, θαρρέω.
German (Pape)
ion. ἐκθαρσέω, viel Zutrauen, Mut haben; ἐκτεθαρρηκότες τοῖς πράγμασιν Plut. Rom. 26; ὑπ' αὐτοῦ, ermutigt, Galb. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθαρρέω: и ἐκθαρσέω преисполняться надеждой, ободряться (τοῖς πράγμασι и ὑπό τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθαρρέω: ἐπιτεταμμένον ἀντὶ τοῦ θαρρέω, ἔχω πλήρη πεποίθησιν, μετὰ δοτ., ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Πλουτ. Ρωμ. 26 παραθαρρύνομαι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. Γάλβ. 7.
Greek Monotonic
ἐκθαρρέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί θαρρέω, έχω πλήρη, απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ήσω strengthened for θαρρέω
to have full confidence in a person, c. dat., Plut.