ὁλόλευκος

Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁλόλευκον, all white, τάριχος Antiph.186.3; χλαμύς Philetaer.20; στρόφιον Plu. Arat.53; ὄρνιθες Paus.8.17.3; albino, Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 325] ganz weiß; Antiphan. bei Ath. III, 118 d; Paus. 8, 17, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόλευκος: -ον, κατάλευκος, ὁλόασπρος, «κάτασπρος», τάριχος ἀντακαῖον ἐν μέσῳ πῖον, ὁλόλευκον, θερμὸν Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 3· χλαμὺς Φιλέταιρ. ἐν Ἀδήλ. 2.

Spanish

enteramente blanco

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).

Léxico de magia

-ον enteramente blanco de un gallo ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν ἀλεκτρυόνος τελείου ὁλολεύκου corta la cabeza de un gallo perfecto enteramente blanco P IV 36 ἔχων ὁλόλευκον ἀλέκτορα καὶ στρόβιλον toma un gallo enteramente blanco y una piña P II 73