κλιματίας

Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(sc. σεισμός), ὁ, = ἐπικλίντης, Heraclit.All.38, Amm. Marc.17.7; prob.l. for καυματίας, Posidon. ap. D.L.7.154.

German (Pape)

[Seite 1453] ὁ, σεισμός, eine Art Erderschütterung. Sp.; bei Heracl. Alleg. 38 steht κληματίας, falsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰτίας: (δηλ. σεισμός), ὁ, = ἐπικλίντης, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38, Ἀμμων. Μάρκελλ. 17. 7· ἐπανορθωτέον ἐν Διογ. Λ. 7. 154, ἀντὶ καυματίας.

Greek Monolingual

κλιματίας, ὁ (Α)
(ενν. σεισμός) ο επικλίντης, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. αινιγματίας, τραυματίας)].