τραυματίας

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτίας Medium diacritics: τραυματίας Low diacritics: τραυματίας Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: traumatías Transliteration B: traumatias Transliteration C: travmatias Beta Code: traumati/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, Ion. τρωμ-,
A wounded man, Pi.Fr.223; οἱ τ. the wounded of an army, Hdt.3.79, Th.7.75, 8.27; ὁ τ. Ὀδυσσεύς, name of a play, prob. by S., Arist.Po.1453b34; of plays by Alex. and Antiph., also by Philocles, IG22.2323.234.
II corpse of one slain, LXX De.21.1, Jd.16.24.

German (Pape)

[Seite 1135] ὁ, verwundet, der Verwundete; Pind. frg. 244; Thuc. 7, 75. 8, 27; Pol. 3, 66, 9 u. a. Sp., wie Luc. Nigr. 37 u. öfter; s. τρωματίας.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
blessé : οἱ τραυματίαι les blessés (d'une armée).
Étymologie: τραῦμα.

Russian (Dvoretsky)

τραυμᾰτίᾱς: ион. τρωμᾰτίης, ου ὁ раненый Her., Thuc., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτίας: -ου, ὁ, Ἰων. τρωμ-, ἄνθρωπος τετραυματισμένος, Πινδ. Ἀποσπ. 244· οἱ τραυματίαι, οἱ τετραυματισμένοι, πληγωμένοι ἐν στρατεύματι, Ἡρόδ. 3. 79, Θουκ. 7. 75., 8. 27· ὁ τρ. Ὀδυσσεύς, ὄνομα δράματος, ἴσως του Σοφ., Ἀριστ. Ποιητ. 14. 13.

English (Slater)

τραυματίας wounded χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι (of misers, seized by the love of gold) fr. 223.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α
αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» — αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ' επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό κατά τη διάρκεια πολέμου, αλλ. ανάπηρος πολέμουβ. «οἱ ζῶντες καταλειπόμενοι τραυματίαι τε καὶ ἀσθενεῖς», Θουκ.)
αρχ.
φρ. «Τραυματίας Ὀδυσσεύς» — τίτλος δράματος, πιθ. του Σοφοκλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραῦμα, τραύματος + κατάλ. -ίας (πρβλ. πλασματίας, τερατίας)].

Greek Monotonic

τραυμᾰτίας: -ου, ὁ, Ιων. τρωμ-· άνθρωπος τραυματισμένος, οἱ τραυματίαι, οι τραυματισμένοι, οι πληγωμένοι ενός στρατεύματος, σε Ηρόδ., Θουκ.