συνευφραίνομαι

Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Pass., rejoice together, D.H.Rh.2.5, Ph.1.405; μετὰ γυναικός LXX Pr.5.18; τινι with one, D.18.217, Hdn.2.8.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνευφραίνομαι: Παθ., εὐφραίνομαι ὁμοῦ, «μὴ αὐτῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8.

Greek Monolingual

ΜΑ εὐφραίνομαι
ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ευφραίνομαι [σύν, εὐφραίνω] samen vrolijk zijn met, met dat.

German (Pape)

pass., mit, zugleich fröhlich sein, sich freuen, Sp.