κονιορτώδης

Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

κονιορτώδες, dusty, Arist.HA557b3, Cael.313a20, Thphr. CP 4.16.1, Dsc.1.26, Gal. 14.49.

German (Pape)

[Seite 1481] ες, wie aufgeregter Staub, staubig; ἔρια Arist. H. A. 5, 32; auch ἄνθρωπος, Sp.

Russian (Dvoretsky)

κονιορτώδης: пыльный (τὰ ἔρια Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κονιορτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος κονιορτῷ, πλήρης κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 1. Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α κονιορτώδης, -ῶδες) κονιορτός
1. αυτός που μοιάζει με κονιορτό
2. γεμάτος σκόνη («οἱ σῆτες ἐμφύονται μᾶλλον, ὅταν κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», Αριστοτ.).