πολυχρώματος

Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πολυχρώματον, = πολύχροος (many-coloured, many-colored, variegated), Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρώμᾰτος: Plat. = πολύχροος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκοχρώματος].

Greek Monotonic

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολυχρώμᾰτος, ον, = πολύχροος, Strab.]