πολυχρώματος
English (LSJ)
πολυχρώματον, = πολύχροος (many-coloured, many-colored, variegated), Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
πολυχρώμᾰτος: Plat. = πολύχροος.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκοχρώματος].
Greek Monotonic
πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.
Middle Liddell
πολυχρώμᾰτος, ον, = πολύχροος, Strab.]