κόπρινος

Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

η, ον, full of dung, filthy, Glossaria; κόπρινοι σκώληκες worms in excrement, Hp.Superf. 28.

Greek Monolingual

κόπρινος, -ίνη, -ον (Α)
1. κοπρικός
2. (για τα σκουλήκια) αυτός που βρίσκεται στα κόπρανα («κόπρινοι σκώληκες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ινος, δηλωτική της ύλης (πρβλ. ξύλινος, πέτρινος)].

German (Pape)

zum Miste gehörig, dreckig.