κόπρινος
English (LSJ)
η, ον, full of dung, filthy, Glossaria; κόπρινοι σκώληκες worms in excrement, Hp.Superf. 28.
Greek Monolingual
κόπρινος, -ίνη, -ον (Α)
1. κοπρικός
2. (για τα σκουλήκια) αυτός που βρίσκεται στα κόπρανα («κόπρινοι σκώληκες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ινος, δηλωτική της ύλης (πρβλ. ξύλινος, πέτρινος)].