κοπρικός

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1483] u. κόπρινος, zum Miste gehörig, dreckig.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρικός: -ή, -όν, ἢ κόπρινος, πλήρης κόπρου, ῥυπαρός, βρωμερός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κοπρικός, -ή, όν (Α) κόπρος (Ι)]
γεμάτος κοπριά, ρυπαρός, βρομερός, σκατένιος.