πρόσυλος

Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πρόσυλον, (ὕλη) conjoined, connected with matter, Procl. in Cra. p.71 P., Dam.Pr.265, Eustr.in EN284.14.

German (Pape)

[Seite 784] zur Materie gehörig, ihr anhangend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσῡλος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη
2. (κατ' επέκτ.) υλικός.
επίρρ...
προσύλως Α
κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -υλος (< ὕλη), πρβλ. ένυλος].