σάρπη
English (LSJ)
ἡ, and σαρπίον, τό, = σάλπη (q.v.), Sch.D.T.p.195 H.: σαρπίς is expld. by σαρπός in An.Ox.2.466.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
σάρπη: ἡ, καὶ σαρπίον, τό, = σάλπη (ὃ ἴδε), Α. Β. 794· σαρπὶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ σάρπος ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 466.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σάρπα (ΙΙ).