σάρπα

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. εσάρπα.
(II)
και σάρπη, η, Ν
βλ. σάλπη.