γιγγλισμός

Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ,
A tickling, Suid.
II = γίγγλυμος 5, Paus.Gr.Fr. 108.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): γιγλ- Sud., Anecd.Ludw.74.17
cosquillas, risa a carcajadas producida por las cosquillas, Hsch., Sud., Anecd.Ludw.l.c.
• Etimología: Deformación expresiva de κιχλισμός quizá por influencia de γίγγρος etc.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλισμός: ὁ, γαργάλισμα, Γραμμ.

Greek Monolingual

γιγγλισμός, ο (Α)
1. το γαργάλημα
2. το φίλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση του γίγγρος}.

{{etym |etymtx=Grammatical information: m.
Meaning: γαργαλισμὸς (tickling) ἀπὸ χειρῶν, γέλως H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: DELG compares κιχλισμός (hardly influenced by γίγγρος{{)}. (Also for γίγγλυμος.) }}

Frisk Etymology German

γιγγλισμός: {gigglismós}
Meaning: γαργαλισμὸς ἀπὸ χειρῶν, γέλως H.
Etymology: Onomatopoetisch, vgl. γίγγρος.
Page 1,306