κανονιστικός

Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κανονιστική, κανονιστικόν, regulative, οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.in Heph.p.226C.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α κανονιστικός, -ή, -όν)
ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση
(νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιστός < κανονίζω.