εφαρμογή
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἐφαρμογή) εφαρμόζω
προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη, πραγματοποίηση, ιδίως κάποιας θεωρίας ή κάποιου σχεδίου («η ιδέα σου δεν βρίσκει εφαρμογή»)
2. φυσ. φρ. «σημείο εφαρμογής» — το σημείο στο οποίο εκδηλώνεται αμέσως η ενέργεια μιας δύναμης
3. στρ. «σχολή εφαρμογής πεζικού, πυροβολικού» κ.λπ.
παλαιότερα, στρατιωτική σχολή θεωρητικής και κυρίως πρακτικής εκπαίδευσης κατώτερων αξιωματικών του πεζικού, πυροβολικού κ.λπ.
αρχ.
1. συμφωνία, σύμπτωση («ἐφαρμογὴ τῶν προλήψεων ταῖς οὐσίαις», Αρρ.)
2. σύμπτωση γνωμών
3. ένωση, συνταύτιση.