λιβόνοτος

Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, a wind between south-west and south, Arist.Mu.394b34, Agatharch.2.7, Peripl.M.Rubr.57; cf. λιβοφοῖνιξ.

German (Pape)

[Seite 42] ὁ, ein Wind, zwischen Süd u. Südost, auch λιβοφοίνιξ genannt, Arist. de mundo 4.

Greek Monolingual

ο (AM λιβόνοτος)
άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης του λίβα και του νότιου ανέμου («ὁ νότος ἀπὸ τῆς μεσημβρίας φερόμενος ἔχει μεσάζοντας αὐτὸν τὸν λιβόνοτον καὶ εὐρόνοτον», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + νότος.