λίβας

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

λίβας: ὡς καὶ νῦν ἀντὶ λίψ, ἄνεμος ἐκ Λιβύης, Cod. Reg. 2147, fol. 59v.

Greek Monolingual

ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας)
πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία προέρχεται
αρχ.
1. ο νότος («πρὸς βορρᾱν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς καὶ θάλασσαν», ΠΔ)
2. η δύση ή η δυτική πλευρά (α. «λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον», ΚΔ
β. «κατηύθυνεν αὐτὰ κάτω πρὸς λίβα τῆς πόλεως Δαυΐδ», ΠΔ)
3. φρ. α) «πρωινὸς λίψ», «μεσημβρινὸς λίψ», «ὀψινὸς λίψ» — θέση αστέρα προς δυσμάς του ορίζοντα, κατά την ανατολή, μεσημβρία και δύση
β) «λιβὸς εἰς ἀπηλιώτην» ή «λίβα εἰς ἀπηλιώτην» — από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα λιβ- της ρίζας λειβ- του λείβω].