κλημάτινος

Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

η, ον, of vine-twigs, πῦρ Thgn.1360; κονία Dsc.Alex.22; τέφρα Id.5.117, Ther.19, Antyll. ap. Orib.10.12.2.

German (Pape)

[Seite 1450] von Weinreben gemacht, Sp.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de sarment.
Étymologie: κλῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

κλημάτῐνος: -η, -ον, ἐκ κλήματος, πῦρ Θέογν. 1360· κονία Διοσκ. Ἀλεξ. 22.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM κλημάτινος, -ίνη, -ον) κλήμα
κληματένιος («κλημάτινον πῦρ», Θέογν.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κληματίνη
η τέφρα από κλάδους αμπέλου.

Greek Monotonic

κλημάτῐνος: -η, -ον, ο σχετικός με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.

Middle Liddell

κλημάτῐνος, η, ον [from κλῆμα
of vine-twigs, Theogn.