ἱεροσκοπία

Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, divination by inspection of victims, ib.73, Iamb. VP19.93: Ion. -ιη Hp.Acut.8, Dioap.Orph.Fr.219.

German (Pape)

ἡ, das Beschauen und Deuten der Eingeweide der Opfertiere, DS. 1.73.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροσκοπία: ἡ наблюдение за внутренностями жертвенных животных, т. е. предсказывание (по ним) будущего Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσκοπία: ἡ, μαντεία ἐκ τῶν σπλάγχνων θύματος, Λατ. haruspicina, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἱεροσκοπία και ιων. τ. ἱεροσκοπίη) ιεροσκόπος
ιερομαντεία, μαντεία από τα σπλάχνα τών θυμάτων.