ιεροσκόπος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

ὁ (Α ἱεροσκόπος, -ον)
το αρσ. ως ουσ.ἱεροσκόπος
ο ιερομάντης, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνοσκόπος, ορνεοσκόπος].