κρεοδόχος

Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

κρεοδόχον, = κρειοδόκος, Sch.Il.9.206, Hsch.s.v. κρήϊον, EM536.57 (κρεω-).

Greek (Liddell-Scott)

κρεοδόχος: -ον, = κρειοδόκος, Σχολ. Ἰλ. Ι. 206, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κρήϊον, Ἐτυμ. Μέγ. 536. 57· ἴδε κρεω-.

Greek Monolingual

κρεοδόχος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος, ξενοδόχος].

German (Pape)

κρειοδόκος; ἀγγεῖον Schol. Il. 9.206.