ἐπαναίρεσις

Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, slaughter, destruction, Plb.2.37.8: pl., μεγάλαι ἀνθρώπων ἐ. Nech. in Cat.Cod.Astr.7.140.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, das aus dem Wege Schaffen, Tödten, Pol. 5, 55, 4 u. öfter; Zerstörung, 2, 37, 8.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναίρεσις: εως ἡ истребление, уничтожение Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναίρεσις: -εως, ἡ, φόνος, ὄλεθρος, καταστροφή, Πολύβ. 5. 55, 4, 2. 37, 8.

Greek Monolingual

ἐπαναίρεσις, η (Α)
1. καταστροφή, όλεθρος
2. φόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν-αίρεσις (< αναιρώ «καταστρέφω»].