φαρμακοποιία

Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, pharmacopoeia, pharmacy, preparation of drugs, the art of preparing medicines D.L.7.117.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des φαρμακοποιός, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιΐα:искусство приготовления снадобий Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ φαρμακοποιοῦ, Διογέν. Λαέρτ. 7. 117.

Greek Monolingual

η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ φαρμακοποιός
η τέχνη της παρασκευής φαρμάκων
νεοελλ.
συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους.