φαρμακοποιός

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιός Medium diacritics: φαρμακοποιός Low diacritics: φαρμακοποιός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: pharmakopoiós Transliteration B: pharmakopoios Transliteration C: farmakopoios Beta Code: farmakopoio/s

English (LSJ)

φαρμακοποιόν, preparing drugs, ἔθνος φαρμακοποιόν = a nation that makes drugs A.Eleg.2, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).211.

German (Pape)

[Seite 1256] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιός: приготовляющий снадобья или волшебные зелья (ἔθνος, sc. Τυρρηνῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων φάρμακα ἢ χρώματα, κλπ.· φαρμακοποιὸν ἔθνος, ἔθνος ἀποτελούμενον ἐκ μάγων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ 448.

Greek Monolingual

ο και η / φαρμακοποιός, -όν, ΝΑ
παρασκευαστής φαρμάκων
νεοελλ.
1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φαρμακευτική, ο οποίος έχει την ευθύνη για την εκτέλεση τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την παρασκευή δοσολογικών μορφών φαρμάκων, αν δεν υπάρχει ανάλογο ιδιοσκεύασμα
2. στρ. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού σώματος αντίστοιχος με αυτόν του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -ποιός].