φιλόθρηνος

Revision as of 11:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φιλόθρηνον, fond of wailing, given to lamentations, Poll.6.202, Ptol.Tetr.71, Nonn. D.9.294.

German (Pape)

[Seite 1280] Klagen liebend, gern od. gewöhnlich klagend, γυναῖκες Nonn. D. 9, 294.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόθρηνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, Πολυδ. Ϛ΄, 202, Νόνν. Διονυσ. 9. 294· ― φιλοθρηνὴς παρὰ Μόσχ. 4. 66· εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημένον. ΙΙ. Παθ., ὁ συχνάκις θρηνούμενος, τύμβος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 44.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί συχνά, κλαψιάρης
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τον θρηνούν συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θρῆνος (πρβλ. ἀξιόθρηνος)].