καθαγιάζω

Revision as of 11:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

καθαγίζω, LXX Le. 27.26, 2 Ma. 1.26; ὁ σοφὸς καθαγιάζει ψυχήν Ph. 1.115; — Pass., Iamb. Myst. 5.24.

German (Pape)

[Seite 1279] VLL., = Folgm; auch Plut. Brut. 20, v.l.

Russian (Dvoretsky)

καθαγιάζω: Plut. = καθαγίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καθαγιάζω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Λευκ. ΚΖ, 26. Β΄ Μακκ. Α΄, 26).

Spanish

adorar

Greek Monolingual

(AM καθαγιάζω) καθιστώ κάτι ή κάποιον άγιο, εξαγνίζω, εξαγιάζω (α. «καθαγιάζονται τα ύδατα» — β «ὁ σοφὸς καθαγιάζει ψυχήν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἁγιάζω.

Léxico de magia

adorar en v. pas. el nombre de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε, ... ὁ τὸ ἰσχυρὸν ὄνομα ἔχων τὸ καθηγιασμένον ὑπὸ πάντων ἀγγέλων te invoco a ti, el que posee el nombre poderoso adorado por los ángeles P I 206 P IV 1191