εξαγιάζω

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

(I)
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι άγιο, καθαγιάζω
2. μτφ. εξαγνίζω.
(II)
ἐξαγιάζω (Α)
1. εξετάζω, δοκιμάζω, ζυγίζω με σταθμά
2. παθ. (για μέτρα και σταθμά) είμαι καθορισμένος.