γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(I)1. καθιστώ κάποιον ή κάτι άγιο, καθαγιάζω2. μτφ. εξαγνίζω.(II)ἐξαγιάζω (Α)1. εξετάζω, δοκιμάζω, ζυγίζω με σταθμά2. παθ. (για μέτρα και σταθμά) είμαι καθορισμένος.