βραχυόνειρος

Revision as of 11:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βραχυόνειρον, with short dreams or with few dreams, ὕπνος Pl.Ti.45e; φαντασίαι Plu.2.686b.

Spanish (DGE)

-ον
de pocos sueños ὕπνος Pl.Ti.45e, φαντασίαι Plu.2.686b.

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzen, wenigen Träumen, ὕπνος Plat. Tim. 45 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a peu de songes ou des songes courts;
2 qui est un songe de courte durée.
Étymologie: βραχύς, ὄνειρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχυόνειρος -ον βραχύς, ὄνειρος met weinig dromen.

Russian (Dvoretsky)

βραχυόνειρος:
1 полный коротких сновидений (ὕπνος Plat.);
2 похожий на короткое сновидение, мимолетный (φαντασίαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυόνειρος: -ον, καθ’ ὅν τις σύντομα ἢ ὀλίγα ὄνειρα βλέπει, ὕπνος Πλάτ. Τιμ. 45E.

Greek Monolingual

βραχυόνειρος, -ον (Α)
με σύντομα όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («βραχυόνειρος ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι»).