ἐνερεύγομαι
English (LSJ)
belch on, γυίοις ἰόν Nic.Th.185: also aor.2 Act., ἔμοιγε.. τυροῦ κάκιστον.. ἐνήρῠγεν Ar.V.913.
French (Bailly abrégé)
roter sur;
Moy. ἐνερεύγομαι = vomir sur.
Étymologie: ἐν, ἐρεύγομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνερεύγομαι: ἀποθ., ἐρεύγομαι ἐπάνω εἴς τινα, γυίοις ἐνερεύγεται ἰὸν Νικ. Θηρ. 185: ― ὡσαύτως κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. β΄, ἔμοιγέ τοι τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρῠγεν Ἀριστοφ. Σφ. 913.
Greek Monolingual
ἐνερεύγομαι (Α) ερεύγομαι
1. ρεύομαι
2. κάνω εμετό, ξερνώ.
Greek Monotonic
ἐνερεύγομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μέσα, με δοτ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Dep. with aor2 act. -ήρῠγον
to belch on one, c. dat., Ar.