πίθων

Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, little ape, Babr.56.4: καλὸς π. παρὰ παισίν Pi.P.2.72, cf. Sostrat. ap. Eust.1665.53.

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, = πίθηκος, Schmeichler, Pind. P. 2, 72; Sostrat. bei Eust.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
c. πίθηκος.

Russian (Dvoretsky)

πίθων: ωνος (ῐ) ὁ
1 обезьянка Babr.;
2 лукавец, льстец Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πίθων: ὁ, ὁ μικρὸς πίθηκος, Βάβρ. 56. 4· ἐν χρήσει ἐπὶ κόλακος Πινδ. Π. 2. 132, πρβλ. Σώστρατ. παρ’ Εὐστ. 1665. 53.

English (Slater)

πῐθων monkey καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72)

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
1. μικρός πίθηκος, μαϊμουδάκι
2. κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του πίθ-ηκ-ος, με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. δρόμων, τρίβων)].

Greek Monotonic

πίθων: ὁ, μικρός πίθηκος, σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πίθων, ονος, ὁ,
a little ape, Babr.; of a flatterer, Pind.