κατασπασμικός

Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

κατασπασμική, κατασπασμικόν, of a drug, curing κατασπασμός, POxy. 1088.68 (i A.D.).

Greek Monolingual

κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.