ὀλιγηπελία

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ion. ὀλιγηπελίη, ἡ, weakness, faintness, Od.5.468; cf. εὐηπελία, κακηπελία.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, die Ohnmacht, Od. 5, 468.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγηπελία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀδυναμία, λιποψυχία, Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. εὐηπελία, κακηπελία.

Greek Monolingual

ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.

Greek Monotonic

ὀλῐγηπελία: Ιων. -ίη, ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, λιποψυχία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὀλῐγηπελία, ἡ, [from ὀλῐγηπελής]
weakness, faintness, Od.