ἀποσμύχομαι

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ῡ], Pass., to be consumed as by a slow fire, waste, pine away, Luc.DMort.6.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσμύχομαι: медленно чахнуть: ὑποπρίουσι τοὺς ὀδόντας ἀποσμυγέντες Luc. они в бессильной злобе скрежещут зубами.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσμύχομαι: [ῡ], παθ. τήκομαι, καταναλίσκομαι διὰ βραδέος πυρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· κατατήκομαι, φθείρομαι, ἔνθα ὅμως ὁ Hemst. εἰκάζει ἀπομυγέντες (ἐκ τοῦ ἀπομύσσω), ἠπατημένοι, emuncti.

Greek Monolingual

άποσμύχομαι (Α) σμύχω
σιγοκαίγομαι.

Greek Monotonic

ἀποσμύχομαι: [ῡ], αόρ. βʹ -εσμύγην [ῠ], Παθ., αναλώνομαι, τήκομαι σε σιγανή φωτιά, λιώνω εντελώς, σε Λουκ.

Middle Liddell


to be consumed by a slow fire, to pine away, Luc.