ἀπομύσσω
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
Att. ἀπομύττω,
A wipe the nose, ῥῖνα AP11.268; σεαυτόν Arr.Epict.1.6.30:—Med., blow one's nose, Ar.Eq.910, X.Cyr.1.2.16, Thphr. Char.19.4, AP7.134, etc.; ὑδατώδη ἀ. Arist.Pr.897a31; βραχίονι, ἀγκῶνιἀ., Plu.2.631d, D.L.4.46.
II metaph., stop his drivel, Pl.R. 343a.
2 Pass., to be wiped clean, i.e. cheated, γέρων ἀπεμέμυκτ' ἄθλιος Men.493 (Act. in Hsch.).
III snuff a wick, Com.Adesp.847. (Cf. μυκτήρ, μύξα, Lat. mūcus, emungo.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω X.Cyr.1.2.16
• Morfología: [part. aor. pas. ἀπομυγέντες Luc.DMort.16.3]
I en v. med.
1 c. ac. int. destilar por la nariz, moquear οἱ ἄνθρωποι ... ἀπομύσσονται φλεγματωδέστατον τοῦ μὲν χειμῶνος Hp.Nat.Hom.7, ὑδατώδη ἀπομύττεσθον Arist.Pr.897a31.
2 sonarse, limpiarse los mocos abs. ἀπομυξάμενος ... μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ Ar.Eq.910, αἰσχρὸν ... ἐστι Πέρσαις ... τὸ ἀπομύττεσθαι X.Cyr.l.c., ἐσθίων ἀπομύττεσθαι (el δυσχερής) Thphr.Char.19.4, cf. Arr.Epict.1.6.32, κεφαλὴ ... οὔτ' ἀπομυσσομένη de una estatua AP 7.134
•c. dat. instrum. βραχίονι Plu.2.631d, ἀγκῶνι D.L.4.46.
3 fig. c. ac. hacer ascos, rechazar τοὺς λόγους Hsch. glos. a ἀπέπτυσε λόγους.
II act.
1 limpiar los mocos (τίτθη) σε ... οὐκ ἀπομύττει (tu nodriza) no te quita los mocos, e.d. no sabes nada Pl.R.343a, ἀπομύξαι λύχνον limpiar las velas, despabilar, Com.Adesp.847, τῇ χειρὶ ... τὴν r9ῖν' ἀπομύσσειν AP 11.268, σεαυτόν Arr.Epict.1.6.30.
2 fig. engañar, burlar, dejar con tres palmos de narices τινες τῶν κωμικῶν τὸ ἐπὶ κέρδει ἐξαπατᾶν ἀπομύττειν εἶπον Poll.2.78, cf. Com.Adesp.274.8Au., Hsch., Phot.α 2579, en v. pas. γέρων ἀπεπέμυκτ' ἄθλιος el desgraciado viejo se ha quedado con tres palmos de narices Men.Fr.427, cf. Luc.DMort.l.c.
German (Pape)
[Seite 316] ausschneuzen, die Nase schneuzen, τὴν ῥῖνα Ammian. 13 (XI, 226); gew. med., sich schneuzen, Xen. Cyr. 1, 2, 16 u. öfter; Ar. Equ. 907; ἀπεμέμυκτο Men. bei Ammon. p. 88; übertr., Plat. Rep. I, 343 a, witzigen, vgl. κορυζάω; VLL. erkl. ἐξαπατᾶν, γοητεύειν. Sprichw. τῷ ἀγκῶνι ἀπομυσσόμενος, Suid.; D. L. 4, 46; Plut. Symp. 2, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
1 essuyer, moucher;
2 fig. duper, tromper;
Moy. ἀπομύσσομαι se moucher.
Étymologie: ἀπό, μύσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομύσσω: атт. ἀπομύττω
1 (о носе), утирать, чистить, (ῥῖνα χειρί Anth.);
2 med. сморкаться (Xen., Arph., Anth.; ὑδατώδη Arst.; βραχίονι Plut.; ἀγκῶνι Diog. L.);
3 перен. учить уму-разуму Plat.;
4 обманывать, надувать (γέρων ἀπεμέμυκτο Men.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομύσσω: Ἀττ. -ττω, ἀφαιρῶ ἐκ τῆς ῥινὸς τὴν κόρυζαν, κοιν. «βγάζω τὴν μύξαν μου», οὐ δύναται τῇ χειρὶ Πρόκλος τὴν ῥῖν’ ἀπομύσσειν· τῆς ρἱνὸς γὰρ ἔχει τὴν χέρα μικροτέρην Ἀνθ. Π. 11. 268· σεαυτὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 6, 30, πρβλ. ἀποξύω. ― Μέσ. ἀπομυξάμενος… μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 910· αἰσχρὸν μὲν γὰρ ἔτι καὶ νῦν ἐστι Πέρσαις καὶ τὸ ἀποπτύειν καὶ τὸ ἀπομύττεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 16· ἐνθάδε Γοργίου ἡ κεφαλὴ κυνικοῦ κατάκειμαι, οὐκέτι χρεμπτομένη, οὔτ’ ἀπομυσσομένη Ἀνθ. Π. 7. 134· διὸ καὶ συμβαίνει μετὰ τῶν τῆς κορύζης πταρμῶν ὑδατώδη ἀπομύττεσθαι Ἀριστ. Πρβλ. 10. 54, 5· τῷ βραχίονι ἀπομυττόμενον Πλούτ. 2. 631D, τῷ ἀγκῶνι ἀπομυσσόμενος Διογ. Λ. 4. 46. ΙΙ. μεταφ. ὀξύνω τινά, ὀξύνω τὸν νοῦν αὐτοῦ, ὅτι τοί σε… κορυζῶντα περιορᾷ καὶ οὐκ ἀπομύττει δεόμενον Πλάτ. Πολ. 343Α, πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου vir emunctae naris καὶ ἴδε κορυζάω (ἐπὶ τῆς ἑναντίας σημασίας). 2) Παθ., μεταφ. ὡς τὸ Λατ. emungi, φενακίζομαι, γέρων ἀπεμέμυκτ’ ἄθλιος Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 13. Ἴδε ἐν λ. ἀποσμύχομαι.
Greek Monolingual
ἀπομύσσω (αττ., -ττω) (Α)
1. βγάζω τη μύξα μου, καθαρίζω τη μύτη μου
2. καθαρίζω τη σκέψη, διαφωτίζω
3. (-ομαι) εξαπατώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + μύσσω, ενεργ. Μόνο σε σύνθεση του ρ. μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»].
Greek Monotonic
ἀπομύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σκουπίζω τη μύτη μου, βγάζω τις μύξες μου, σε Ανθ. — Μέσ., φυσώ τη μύτη μου, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. μεταφ., οξύνω κάποιον, δηλ. οξύνω το μυαλό του, σε Πλάτ.· πρβλ. το vir emunctae naris, του Ορατ.
Frisk Etymological English
See also: s. μύσσομαι.
Middle Liddell
I. to wipe the nose, Anth.:— Mid. to blow one's nose, Ar., Xen.
II. metaph. to make him sharp, sharpen his wits, Plat.; cf. Horace's vir emunctae naris.
Frisk Etymology German
ἀπομύσσω: {apomússō}
See also: s. μύσσομαι.
Page 1,125