ἀνομολογητέον

Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

one must admit, τοῦτο περὶ αὐτῶν Pl.R. 452e, cf. Lg.737c.

Spanish (DGE)

hay que admitir τοῦτο Pl.R.452e, τὴν διανομὴν τῶν πολιτῶν Pl.Lg.737c.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἀνομολογέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομολογητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὁμολογήσῃ, νὰ παραδεχθῇ, τοῦτο περὶ αὐτῶν Πλάτ. Πολ. 452Ε, πρβλ. Νόμ. 737C.

Greek Monotonic

ἀνομολογητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να γίνει παραδεκτό, σε Πλάτ.