φλοίω

Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(φλέω) burst out, swell, be in full vigour or bloom, Antim. 36, cf. Plu.2.683f.

German (Pape)

[Seite 1293] (vgl. φλέω), quellen, schwellen, strotzen, in voller Kraft, Blüthe sein; φλοίουσα ὀπώρα Antimach. bei Plut. Symp. 5, 8,3, vgl. 8, 10, 3, was Plut. durch χλωρά erkl.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés;
c.
φλέω.

Russian (Dvoretsky)

φλοίω: пышно расти, буйно разрастаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φλοίω: (φλέω) εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ φυτικῆς γονιμότητος, σφριγῶ, Ἀντίμαχ. παρὰ Πλουτ. 2. 683F, πρβλ. 735D.

Greek Monolingual

Α
(για φυτό) βρίσκομαι σε ακμή, έχω εξαιρετική γονιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φλέω.