βαθύκομος
English (LSJ)
βαθύκομον, with thick leaves, ὄρεα β. covered with thick forests, Ar.Fr.698 (lyr.).
Spanish (DGE)
(βᾰθύκομος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de follaje como cabellera densa y larga ὄρεα Ar.Fr.718.
Russian (Dvoretsky)
βαθύκομος: густо поросший (ὄρεα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύκομος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν κόμην ἢ φύλλα πυκνά, ὄρεα βαθ., κεκαλλυμένα ὑπὸ πυκνῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 557· ― ὡσαύτως -κόμης, ου, Πολυδ. 2. 24.