διαφάδην
English (LSJ)
Dor. διαφάδαν [φᾰ], Adv. openly, ὀνειδίσαι Sol. ap. Arist. Ath.12.5, cf. Alcm.23.56.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. -άδαν Alcm.1.56
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. abiertamente λέγειν Alcm.l.c., ὀνειδίσαι Sol.25.1, cf. Poll.2.129, 6.208.
German (Pape)
[Seite 609] od. διαφάνδην, offenbar, Poll. 6, 207, bei Bekker ἀναφανδόν.
Greek (Liddell-Scott)
διαφάδην: [φᾰ], ἐπίρρ., φανερῶς, Πολυδ. Β΄, 129, καὶ Δωρ. διαφάδαν, διαφάδαν τί τοι λέγω; Ἀλκμ. 5. 56, πρβλ. Κόντ. Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 334.