χαλκοσμάραγδος

Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[σμᾰ], ἡ, a green stone with metallic veins, perhaps malachite, Plin.HN37.74.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοσμάραγδος: ὁ, λίθος πράσινος μετὰ μεταλλικῶν φλεβῶν, ἴσως ὁ μαλαχίτης, Πλίν. 37. 19.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος πράσινου λίθου με μεταλλικές φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + σμάραγδος.