ζυγηφόρος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1140] ein Ioch tragend, ἵπποι Eur. Hipp. 1083, αὐχὴν πώλων Rhes. 303. S. auch ζυγοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυγηφόρος -ον [ζυγός, φέρω] jukdragend.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγηφόρος: несущий ярмо (πῶλοι Aesch.; αὐχὴν πώλων Eur.).
Greek Monolingual
ζυγηφόρος, -ον (Α)
ποιητ. αντί ζυγοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζυγηφόρος (πρβλ. λαμπαδηφόρος, ασπιδηφόρος) αντί ζυγοφόρος για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ζῠγηφόρος: -ον, ποιητ. αντί ζυγοφόρος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ζυγοφόρος, ὃ ἴδε.