ζυγηφόρος

Revision as of 11:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ζυγηφόρον, poet. for ζυγοφόρος (q.v.), A.Fr.326, E.Rh.303.

German (Pape)

[Seite 1140] ein Ioch tragend, ἵπποι Eur. Hipp. 1083, αὐχὴν πώλων Rhes. 303. S. auch ζυγοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγηφόρος -ον [ζυγός, φέρω] jukdragend.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγηφόρος: несущий ярмо (πῶλοι Aesch.; αὐχὴν πώλων Eur.).

Greek Monolingual

ζυγηφόρος, -ον (Α)
ποιητ. αντί ζυγοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζυγηφόρος (πρβλ. λαμπαδηφόρος, ασπιδηφόρος) αντί ζυγοφόρος για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

ζῠγηφόρος: -ον, ποιητ. αντί ζυγοφόρος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ζυγοφόρος, ὃ ἴδε.

Middle Liddell

ζῠγη-φόρος, ον poet. for ζυγοφόρος, Eur.]