τό, dub. sens. (connected with winnowing, cf. σινίον), PRyl.139.9 (i A.D.).
τὸ, Απιθ. βλ. σινίον.
Greek: λίχνισμα; Ancient Greek: ἐκτιναγμός, ἐκτίναξις, λικμητός, πτισμός, ῥαβδισμός, σεννίον; Finnish: viskaaminen; Macedonian: веење; Persian: بوجاری; Polish: wianie; Russian: веяние; Sicilian: cèrniri; Swedish: tröska