ἐκτιναγμός
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
ὁ, shaking out, shaking, violent jolt, violent shaking, LXX Na.2.10(11), Ph. 1.415; perhaps winnowing or threshing, PFay.114.22 (i A.D.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1sacudimiento, sacudidacomo trad. de Senaar o Babel, Ph.1.415 (pero cf. 2), cf. Procop.Gaz.M.87.1612B, ὕπνου Nil.M.79.93A, de un terremoto, Sud.
2 rechinamiento otra trad. de Senaar o Babel ὀδόντων ἐ. Origenes Cels.5.30, Didym.in Ps.219.2 (pero cf. 1).
3 vareo de los olivos para recoger la aceituna PFay.114.22 (I d.C.), PFlor.209.13 (III d.C.), εἰς λόγο[ν] τοῦ ἐκτιναγμοῦ por cuenta del vareo, PPrag.110.7 SB 9406.235 (ambos III d.C.), PKöln 151.14 (V d.C.).
4 expulsión, liberación por medio de una sacudida ὁ πταρμὸς γίνεται κατ' ἐκτιναγμὸν πνεύματος Cass.Pr.37.
II fig.
1 conmoción, convulsión, perturbación op. γαλήνη Pamph.Abyd.Ep.Petr.2, en el saqueo de una ciu., LXX Na.2.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτῐναγμός: ὁ, βίαιος τιναγμός, τίναγμα, Φίλων 1. 415.
Greek Monolingual
ο (Α ἐκτιναγμός)
1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση
2. καθάρισμα του σιταριού με λίχνισμα.
German (Pape)
ὁ, das Herausstoßen, Erschüttern, Philo, LXX.